ηλικιώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ηλικιώνομαι < μεσαιωνική ελληνική ἡλικιόομαι / ἡλικιοῡμαι / ἡλικιώνομαι < αρχαία ελληνική ἡλικία < ἧλιξ
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ηλικιωμένος
- → δείτε τις λέξεις ενηλικιώνομαι και ηλικία
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ηλικιώνομαι | ηλικιωνόμουν(α) | θα ηλικιώνομαι | να ηλικιώνομαι | ||
| β' ενικ. | ηλικιώνεσαι | ηλικιωνόσουν(α) | θα ηλικιώνεσαι | να ηλικιώνεσαι | (ηλικιώνου) | |
| γ' ενικ. | ηλικιώνεται | ηλικιωνόταν(ε) | θα ηλικιώνεται | να ηλικιώνεται | ||
| α' πληθ. | ηλικιωνόμαστε | ηλικιωνόμαστε ηλικιωνόμασταν |
θα ηλικιωνόμαστε | να ηλικιωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | ηλικιώνεστε | ηλικιωνόσαστε ηλικιωνόσασταν |
θα ηλικιώνεστε | να ηλικιώνεστε | (ηλικιώνεστε) | |
| γ' πληθ. | ηλικιώνονται | ηλικιώνονταν ηλικιωνόντουσαν |
θα ηλικιώνονται | να ηλικιώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ηλικιώθηκα | θα ηλικιωθώ | να ηλικιωθώ | ηλικιωθεί | ||
| β' ενικ. | ηλικιώθηκες | θα ηλικιωθείς | να ηλικιωθείς | ηλικιώσου | ||
| γ' ενικ. | ηλικιώθηκε | θα ηλικιωθεί | να ηλικιωθεί | |||
| α' πληθ. | ηλικιωθήκαμε | θα ηλικιωθούμε | να ηλικιωθούμε | |||
| β' πληθ. | ηλικιωθήκατε | θα ηλικιωθείτε | να ηλικιωθείτε | ηλικιωθείτε | ||
| γ' πληθ. | ηλικιώθηκαν ηλικιωθήκαν(ε) |
θα ηλικιωθούν(ε) | να ηλικιωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ηλικιωθεί | είχα ηλικιωθεί | θα έχω ηλικιωθεί | να έχω ηλικιωθεί | ηλικιωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ηλικιωθεί | είχες ηλικιωθεί | θα έχεις ηλικιωθεί | να έχεις ηλικιωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ηλικιωθεί | είχε ηλικιωθεί | θα έχει ηλικιωθεί | να έχει ηλικιωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ηλικιωθεί | είχαμε ηλικιωθεί | θα έχουμε ηλικιωθεί | να έχουμε ηλικιωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ηλικιωθεί | είχατε ηλικιωθεί | θα έχετε ηλικιωθεί | να έχετε ηλικιωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ηλικιωθεί | είχαν ηλικιωθεί | θα έχουν ηλικιωθεί | να έχουν ηλικιωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.