ἑός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική      ός      ή      όν
      γενική οῦ ῆς οῦ
      δοτική
    αιτιατική όν ήν όν
     κλητική !
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική      οί      αί      ᾰ́
      γενική ῶν ῶν ῶν
      δοτική οῖς αῖς οῖς
    αιτιατική ούς ᾱ́ς ᾰ́
     κλητική !
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ      ώ      ᾱ́      ώ
      γεν-δοτ οῖν αῖν οῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' - Παράρτημα#Αντωνυμίες

Ετυμολογία

ἑός < τύπος *sewo- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swé (αντωνυμία: εαυτός, ἑός). Συγγενή: λατινική suus. Συγκρίνετε με το ὅς.

Αντωνυμία

ἑός, -ή, -όν

  • (κτητική αντωνυμία) γ΄προσώπου για έναν κτήτορα: ο δικός του, η δική του, το δικό του

Κτητικές αντωνυμίες

Για έναν κτήτορα

Για πολλούς κτήτορες

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.