Alter

Γερμανικά (de)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

Alter (de) ουδέτερο

  1. η ηλικία
  2. τα γερατειά


Κύριο όνομα

Alter αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Σουηδικά (sv)

Ετυμολογία

Alter < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Alter αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden



Σλοβενικά (sl)

Ετυμολογία

Alter < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Alter αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Priimki (A-F), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (A-F), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 31/8/2023, CC BY 4.0
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.