ενηλικίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενηλικίωση | οι | ενηλικιώσεις |
| γενική | της | ενηλικίωσης* | των | ενηλικιώσεων |
| αιτιατική | την | ενηλικίωση | τις | ενηλικιώσεις |
| κλητική | ενηλικίωση | ενηλικιώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ενηλικιώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενηλικίωση < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ni.liˈci.o.si/
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.