παρασκευή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρασκευή οι παρασκευές
      γενική της παρασκευής των παρασκευών
    αιτιατική την παρασκευή τις παρασκευές
     κλητική παρασκευή παρασκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρασκευή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρασκευή. Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + σκευή.

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.sceˈvi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρασκευή

Ουσιαστικό

παρασκευή θηλυκό

  • οι ενέργειες που απαιτούνται για να φτιάξει, να παρασκευάσει κάποιος κάτι
    Συμβουλές και οδηγίες για το παντεσπάνι, τη συνταγή και τον τρόπο παρασκευής του θα βρείτε σε πολλά βιβλία μαγειρικής.

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη παρασκευάζω

Σύνθετα

 και δείτε Παρασκευή

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρασκευή αἱ παρασκευαί
      γενική τῆς παρασκευῆς τῶν παρασκευῶν
      δοτική τῇ παρασκευ ταῖς παρασκευαῖς
    αιτιατική τὴν παρασκευήν τὰς παρασκευᾱ́ς
     κλητική ! παρασκευή παρασκευαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρασκευᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  παρασκευαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρασκευή < παρασκευάζω. Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + σκευή.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: παρασκευή με διαφορετική σημασία

Ουσιαστικό

παρασκευή, -ής θηλυκό

  1. προπαρασκευή, προετοιμασία
  2. (ελληνιστική σημασία) ημέρα Παρασκευή, μέρα προετοιμασίας πριν το Πάσχα
      2ος κε αιώνας Καινή Διαθήκη, Εὐαγγέλιον κατὰ Λουκᾶν, 23
    ἡμέρα παρασκευῆς χρειάζεται παράθεμα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.