παρασκευή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρασκευή | οι | παρασκευές |
| γενική | της | παρασκευής | των | παρασκευών |
| αιτιατική | την | παρασκευή | τις | παρασκευές |
| κλητική | παρασκευή | παρασκευές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρασκευή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρασκευή. Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + σκευή.
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.sceˈvi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐σκευ‐ή
Ουσιαστικό
παρασκευή θηλυκό
- οι ενέργειες που απαιτούνται για να φτιάξει, να παρασκευάσει κάποιος κάτι
- ↪ Συμβουλές και οδηγίες για το παντεσπάνι, τη συνταγή και τον τρόπο παρασκευής του θα βρείτε σε πολλά βιβλία μαγειρικής.
Μεταφράσεις
παρασκευή
Πηγές
- παρασκευή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παρασκευή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παρασκευή | αἱ | παρασκευαί |
| γενική | τῆς | παρασκευῆς | τῶν | παρασκευῶν |
| δοτική | τῇ | παρασκευῇ | ταῖς | παρασκευαῖς |
| αιτιατική | τὴν | παρασκευήν | τὰς | παρασκευᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | παρασκευή | παρασκευαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρασκευᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρασκευαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρασκευή < παρασκευάζω. Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + σκευή.
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: παρασκευή με διαφορετική σημασία
Ουσιαστικό
παρασκευή, -ής θηλυκό
- προπαρασκευή, προετοιμασία
- (ελληνιστική σημασία) ημέρα Παρασκευή, μέρα προετοιμασίας πριν το Πάσχα
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Εὐαγγέλιον κατὰ Λουκᾶν, 23
- ἡμέρα παρασκευῆς → χρειάζεται παράθεμα
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Εὐαγγέλιον κατὰ Λουκᾶν, 23
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις παρασκευάζω, παρά και σκευή
Πηγές
- παρασκευή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παρασκευή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.