ανήλικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανήλικος | η | ανήλικη | το | ανήλικο |
| γενική | του | ανήλικου | της | ανήλικης | του | ανήλικου |
| αιτιατική | τον | ανήλικο | την | ανήλικη | το | ανήλικο |
| κλητική | ανήλικε | ανήλικη | ανήλικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανήλικοι | οι | ανήλικες | τα | ανήλικα |
| γενική | των | ανήλικων | των | ανήλικων | των | ανήλικων |
| αιτιατική | τους | ανήλικους | τις | ανήλικες | τα | ανήλικα |
| κλητική | ανήλικοι | ανήλικες | ανήλικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανήλικος < (ελληνιστική κοινή) ἀνήλικος < αν- στερητικό + ηλικία
Επίθετο
ανήλικος
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.