ηλικιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηλικιωμένος | η | ηλικιωμένη | το | ηλικιωμένο |
| γενική | του | ηλικιωμένου | της | ηλικιωμένης | του | ηλικιωμένου |
| αιτιατική | τον | ηλικιωμένο | την | ηλικιωμένη | το | ηλικιωμένο |
| κλητική | ηλικιωμένε | ηλικιωμένη | ηλικιωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηλικιωμένοι | οι | ηλικιωμένες | τα | ηλικιωμένα |
| γενική | των | ηλικιωμένων | των | ηλικιωμένων | των | ηλικιωμένων |
| αιτιατική | τους | ηλικιωμένους | τις | ηλικιωμένες | τα | ηλικιωμένα |
| κλητική | ηλικιωμένοι | ηλικιωμένες | ηλικιωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ηλικιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ηλικιώνομαι
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ηλικία
- ηλικιώνομαι
- ηλικιώτης αρσενικό, ηλικιώτις θηλυκό
Σύνθετα
Σημειώσεις
Συνήθως λέγεται για ανθρώπους άνω των 60 χρονών.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.