ἡλικία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἡλικίᾱ | αἱ | ἡλικίαι |
| γενική | τῆς | ἡλικίᾱς | τῶν | ἡλικιῶν |
| δοτική | τῇ | ἡλικίᾳ | ταῖς | ἡλικίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἡλικίᾱν | τὰς | ἡλικίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἡλικίᾱ | ἡλικίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡλικίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἡλικίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἡλικία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swé[1] [2] [3] [4](ἑός) (+ *h₂el-: μεγαλώνω, αναπτύσσομαι)
Ουσιαστικό
ἡλικία θηλυκό
- δωρικός τύπος : ἁλικία
- ιωνικός τύπος : ἡλικίη
Πηγές
- ἡλικία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- ἧλιξ - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ηλικία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Hjalmar Frisk, Griechisches Etymologisches Wörterbuch, Χαϊδελβέργη 1970, λήμμα: ἧλιξ
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας., λήμμα: ἧλιξ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.