αναπτύσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.naˈpti.so.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πτύσ‐σο‐μαι
Ρηματικός τύπος
αναπτύσσομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αναπτύσσω
- (για την παθητική φωνή) εξελίσσομαι, βελτιώνομαι, αυξάνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.