διευκολυμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διευκολυμένος | η | διευκολυμένη | το | διευκολυμένο |
| γενική | του | διευκολυμένου | της | διευκολυμένης | του | διευκολυμένου |
| αιτιατική | τον | διευκολυμένο | τη | διευκολυμένη | το | διευκολυμένο |
| κλητική | διευκολυμένε | διευκολυμένη | διευκολυμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διευκολυμένοι | οι | διευκολυμένες | τα | διευκολυμένα |
| γενική | των | διευκολυμένων | των | διευκολυμένων | των | διευκολυμένων |
| αιτιατική | τους | διευκολυμένους | τις | διευκολυμένες | τα | διευκολυμένα |
| κλητική | διευκολυμένοι | διευκολυμένες | διευκολυμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διευκολυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διευκολύνω
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
διευκολυμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.