εύκολο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εύκολο

  1. αιτιατική ενικού του εύκολος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εύκολος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.