ερωτικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ερωτικά
<
ερωτικός
Προφορά
ΔΦΑ
: /
e.ɾo.tiˈka
/
Επίρρημα
ερωτικά
με
ερωτικό
τρόπο
Μεταφράσεις
ερωτικά
γαλλικά
:
amoureusement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ερωτικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ερωτικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.