ευκολομεταχείριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευκολομεταχείριστος | η | ευκολομεταχείριστη | το | ευκολομεταχείριστο |
| γενική | του | ευκολομεταχείριστου | της | ευκολομεταχείριστης | του | ευκολομεταχείριστου |
| αιτιατική | τον | ευκολομεταχείριστο | την | ευκολομεταχείριστη | το | ευκολομεταχείριστο |
| κλητική | ευκολομεταχείριστε | ευκολομεταχείριστη | ευκολομεταχείριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευκολομεταχείριστοι | οι | ευκολομεταχείριστες | τα | ευκολομεταχείριστα |
| γενική | των | ευκολομεταχείριστων | των | ευκολομεταχείριστων | των | ευκολομεταχείριστων |
| αιτιατική | τους | ευκολομεταχείριστους | τις | ευκολομεταχείριστες | τα | ευκολομεταχείριστα |
| κλητική | ευκολομεταχείριστοι | ευκολομεταχείριστες | ευκολομεταχείριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευκολομεταχείριστος < ευκολο- + μεταχειρίζομαι + -τος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις εύκολος, μεταχειρίζομαι και χέρι
Μεταφράσεις
ευκολομεταχείριστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.