απαιτητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαιτητικός | η | απαιτητική | το | απαιτητικό |
| γενική | του | απαιτητικού | της | απαιτητικής | του | απαιτητικού |
| αιτιατική | τον | απαιτητικό | την | απαιτητική | το | απαιτητικό |
| κλητική | απαιτητικέ | απαιτητική | απαιτητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαιτητικοί | οι | απαιτητικές | τα | απαιτητικά |
| γενική | των | απαιτητικών | των | απαιτητικών | των | απαιτητικών |
| αιτιατική | τους | απαιτητικούς | τις | απαιτητικές | τα | απαιτητικά |
| κλητική | απαιτητικοί | απαιτητικές | απαιτητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
απαιτητικός, -ή, -ό
- που έχει μεγάλες απαιτήσεις
- που όλο και ζητά κάτι (ίσως με ενοχλητικό τρόπο), επίμονος
- για κατάσταση ή πράγμα του οποίου ή αντιμετώπιση ή η απασχόληση μαζί του χρειάζεται περισσότερη προσοχή, φροντίδα, σκέψη ή πόρους από ό,τι συνήθως
- για άνθρωπο που έχει ειδικές γνώσεις ή υψηλή μόρφωση κι επομένως δεν ικανοποιείται τόσο εύκολα όσο άλλοι
Συγγενικά
- απαιτητικά
- απαιτητικότητα
- → δείτε τις λέξεις απαιτώ και αιτώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.