αδιευκόλυντος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδιευκόλυντος | η | αδιευκόλυντη | το | αδιευκόλυντο |
| γενική | του | αδιευκόλυντου | της | αδιευκόλυντης | του | αδιευκόλυντου |
| αιτιατική | τον | αδιευκόλυντο | την | αδιευκόλυντη | το | αδιευκόλυντο |
| κλητική | αδιευκόλυντε | αδιευκόλυντη | αδιευκόλυντο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδιευκόλυντοι | οι | αδιευκόλυντες | τα | αδιευκόλυντα |
| γενική | των | αδιευκόλυντων | των | αδιευκόλυντων | των | αδιευκόλυντων |
| αιτιατική | τους | αδιευκόλυντους | τις | αδιευκόλυντες | τα | αδιευκόλυντα |
| κλητική | αδιευκόλυντοι | αδιευκόλυντες | αδιευκόλυντα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδιευκόλυντος < α- + διευκολύνω + -τος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αδιευκόλυντος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.