εύκολα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈef.ko.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εύ‐κο‐λα
Επίρρημα
εύκολα, συγκριτικός : ευκολότερα, υπερθετικός : ευκολότατα
- ευκόλως (αρχαιοπρεπές, στο τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται)
Συγγενικά
- πανεύκολα
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εύκολα
Πηγές
- εύκολος, εύκολα, ευκόλως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.