ευκόλως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ευκόλως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐκόλως < εὔκολος. Συγχρονικά αναλύεται σε εύκολ(ος) + -ως.

Επίρρημα

ευκόλως

  • (λόγιο) εύκολα
    ιδίως στην έκφραση: τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.