ευκολοδιάβαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευκολοδιάβαστος | η | ευκολοδιάβαστη | το | ευκολοδιάβαστο |
| γενική | του | ευκολοδιάβαστου | της | ευκολοδιάβαστης | του | ευκολοδιάβαστου |
| αιτιατική | τον | ευκολοδιάβαστο | την | ευκολοδιάβαστη | το | ευκολοδιάβαστο |
| κλητική | ευκολοδιάβαστε | ευκολοδιάβαστη | ευκολοδιάβαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευκολοδιάβαστοι | οι | ευκολοδιάβαστες | τα | ευκολοδιάβαστα |
| γενική | των | ευκολοδιάβαστων | των | ευκολοδιάβαστων | των | ευκολοδιάβαστων |
| αιτιατική | τους | ευκολοδιάβαστους | τις | ευκολοδιάβαστες | τα | ευκολοδιάβαστα |
| κλητική | ευκολοδιάβαστοι | ευκολοδιάβαστες | ευκολοδιάβαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ευκολοδιάβαστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.