ευκολόπιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευκολόπιστος | η | ευκολόπιστη | το | ευκολόπιστο |
| γενική | του | ευκολόπιστου | της | ευκολόπιστης | του | ευκολόπιστου |
| αιτιατική | τον | ευκολόπιστο | την | ευκολόπιστη | το | ευκολόπιστο |
| κλητική | ευκολόπιστε | ευκολόπιστη | ευκολόπιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευκολόπιστοι | οι | ευκολόπιστες | τα | ευκολόπιστα |
| γενική | των | ευκολόπιστων | των | ευκολόπιστων | των | ευκολόπιστων |
| αιτιατική | τους | ευκολόπιστους | τις | ευκολόπιστες | τα | ευκολόπιστα |
| κλητική | ευκολόπιστοι | ευκολόπιστες | ευκολόπιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ευκολόπιστος, -η, -ο
- που εύκολα πιστεύει αυτό που του λένε και κατά συνέπεια μπορείς εύκολα να τον εξαπατήσεις
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ευκολόπιστος
|
→ δείτε τη λέξη εύπιστος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.