ιδιαίτερα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ιδιαίτερα < ιδιαίτερος +

Επίρρημα

ιδιαίτερα

  1. προσωπικά, με άμεση επαφή
  2. κυρίως

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ιδιαίτερα

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ιδιαίτερα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.