πουλώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πουλώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πουλῶ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πωλῶ με [o] > [u][1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pel-

Προφορά

ΔΦΑ : /puˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πουλώ

Ρήμα

πουλώ

  • λιγότερο συνηθισμένη μορφή του πουλάω

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.