δίνω αέρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δίνω αέρα <  δείτε τις λέξεις δίνω και αέρα, αιτιατική ενικού του αέρας (στη σημασία: άνεση)

Έκφραση

δίνω αέρα

  1. (μεταφορικά,για ρούχα, κατασκευές κλπ) κάνω κάτι πιο φαρδύ, πιο άνετο
  2. παραδίνω θάρρος, κάνοντας κάποιον να αποθρασυνθεί
    Μην του δίνεις και πολύ αέρα! Είναι θρασύς τύπος.
     αντώνυμα: βάζω στη θέση του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.