δίδωμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | δίδωμι | δίδομαι |
| Παρατατικός | ἐδίδουν | ἐδιδόμην |
| Μέλλοντας | δώσω | δώσομαι & δοθήσομαι |
| Αόριστος | ἔδωκα | ἐδόμην & ἐδόθην |
| Παρακείμενος | δέδωκα | δέδομαι |
| Υπερσυντέλικος | ἐδεδώκειν | ἐδεδόμην |
| Συντελ.Μέλλ. | δεδωκώς ἔσομαι | δεδομένος ἔσομαι |
Ετυμολογία
- δίδωμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dédeh₃- < *deh₃- (δίνω)
Σύνθετα
- ἀναδίδωμι
- ἀνταποδίδωμι
- ἀντενδίδωμι
- ἀντιδίδωμι
- ἀντιπαραδίδωμι
- ἀπεκδίδωμι
- ἀποδίδωμι
- διαδίδωμι
- διαπαραδίδωμι
- διεκδίδωμι
- ἐκδίδωμι
- ἐνδίδωμι
- ἐπαναδίδωμι
- ἐπαποδίδωμι
- ἐπεκδίδωμι
- ἐπενδίδωμι
- ἐπιδίδωμι
- ἐπισυνδίδωμι
- εἰσαποδίδωμι
- εἰσδίδωμι
- καταδίδωμι
- καταπροδίδωμι
- μεταδίδωμι
- μεταπαραδίδωμι
- μετεκδίδωμι
- παραδίδωμι
- παρεκδίδωμι
- παρενδίδωμι
- περιδίδωμι
- ποτιδίδωμι
- προαναδίδωμι
- προαποδίδωμι
- προδίδωμι
- προδιαδίδωμι
- προεκδίδωμι
- προενδίδωμι
- προπαραδίδωμι
- προσαναδίδωμι
- προσανταποδίδωμι
- προσαποδίδωμι
- προσδίδωμι
- προσεκδίδωμι
- προσενδίδωμι
- προσεπιδίδωμι
- προσμεταδίδωμι
- προσπαραδίδωμι
- συμμεταδίδωμι
- συμπαραδίδωμι
- συμπροδίδωμι
- συναναδίδωμι
- συναποδίδωμι
- συνδίδωμι
- συνδιαδίδωμι
- συνεισδίδωμι
- συνεκδίδωμι
- συνενδίδωμι
- συνεπιδίδωμι
- συνυποδίδωμι
- ὑπενδίδωμι
- ὑπεραποδίδωμι
- ὑπερδίδωμι
- ὑποδίδωμι
Κλίση
δίδωμι - ενεργητικοί τύποι
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πηγές
- δίδωμι - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- δίδωμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίδωμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.