κυριότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυριότητα | οι | κυριότητες |
| γενική | της | κυριότητας | των | κυριοτήτων |
| αιτιατική | την | κυριότητα | τις | κυριότητες |
| κλητική | κυριότητα | κυριότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυριότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κυριότης, αιτιατική κυριότητα (εξουσία), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική proprieté[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.ɾiˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐ρι‐ό‐τη‐τα
Αναφορές
- κυριότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.