αποδίδομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποδίδομαι < παθητική φωνή του ρήματος αποδίδω

Ρήμα

αποδίδομαι (δόκιμο μόνο στο τρίτο πρόσωπο, αποδίδεται και αποδίδονται ή αποδίνονται, αποδόθηκε, θα αποδοθεί κ.λπ.)

  1.  δείτε τη λέξη αποδίδω
    αποδίδονται ευθύνες
    μου αποδίδεται δόλος ενώ δεν είχα καμία πρόθεση
    σε ποιον αποδίδεται η διαρροή;

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.