δίδω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δίδω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίδω < αρχαία ελληνική δίδωμι

Ρήμα

δίδω

  • (λόγιο) άλλη μορφή του δίνω

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

θέμα δοσ-  δείτε τη λέξη δόσις

Σύνθετα

με το δίδω

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

με το δίδωμι  

  • ...

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.