δοτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δοτός | η | δοτή | το | δοτό |
| γενική | του | δοτού | της | δοτής | του | δοτού |
| αιτιατική | τον | δοτό | τη | δοτή | το | δοτό |
| κλητική | δοτέ | δοτή | δοτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δοτοί | οι | δοτές | τα | δοτά |
| γενική | των | δοτών | των | δοτών | των | δοτών |
| αιτιατική | τους | δοτούς | τις | δοτές | τα | δοτά |
| κλητική | δοτοί | δοτές | δοτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δοτός < αρχαία ελληνική δοτός < δίδωμι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðoˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐τός
Επίθετο
δοτός, -ή, -ό
- που έχει δοθεί ή διοριστεί
- (μειωτικό) που έχει οριστεί, διοριστεί ή επιβληθει χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση από κάποιον ανώτερο ή ισχυρότερο
- ※ Ο Τσολάκογλου δεν εκτελέστηκε. Χρημάτισε δοτός πρωθυπουργός από τις 30.4.41 μέχρι την 1.2.42. Πέθανε το 1948 στο νοσοκομείο ΝΙΜΤΣ, όντας κρατούμενος. (* Εφημερίδα των Συντακτών)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δίνω
Μεταφράσεις
δοτός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.