dare

Αγγλικά (en)

ενεστώτας dare
γ΄ ενικό ενεστώτα dares
αόριστος dared
παθητική μετοχή dared
ενεργητική μετοχή daring

Ρήμα

dare (en)

  1. τολμώ, είμαι αρκετά γενναίος για να κάνω κάτι
    He doesn’t dare stand up to his wife.
    Δεν τολμάει ν' αντισταθεί στη γυναίκα του.
  2. (μεταβατικό) προκαλώ, πείθω κάποιον να κάνει κάτι επικίνδυνο, δύσκολο ή ενοχλητικό για να δείξει ότι δεν φοβάται
    I dare you to say it again.
    Σε προκαλώ να το ξαναπείς.
    Come on, hit me, I dare you.
    Εμπρός, λοιπόν, χτύπα με, σε προκαλώ.

Εκφράσεις

Πηγές



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

dare < λατινική dare

Προφορά

 

Ρήμα

dare (it)



Λατινικά (la)

Ρήμα

dare (la)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.