καταπροδίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταπροδίνω < καταπροδίδω < αρχαία ελληνική καταπροδίδωμι < κατά + προδίδωμι < πρό + δίδωμι

Ρήμα

καταπροδίνω (παθητική φωνή: καταπροδίνομαι)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.