χειρονομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειρονομία οι χειρονομίες
      γενική της χειρονομίας των χειρονομιών
    αιτιατική τη χειρονομία τις χειρονομίες
     κλητική χειρονομία χειρονομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χειρονομία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χειρονομία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /çi.ɾo.noˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χειρονομία

Ουσιαστικό

χειρονομία θηλυκό

  1. εκφραστική κίνηση των χεριών
  2. άσεμνη κίνηση
  3. (μεταφορικά) ενέργεια που γίνεται για να εκφράσει ένα συναίσθημα
    πολύ ευγενική χειρονομία να σου προσφέρει λουλούδια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.