βασιλόφρων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βασιλόφρων & βασιλόφρονας |
η | βασιλόφρων | το | βασιλόφρον |
| γενική | του | βασιλόφρονος & βασιλόφρονα |
της | βασιλόφρονος | του | βασιλόφρονος |
| αιτιατική | τον | βασιλόφρονα | τη | βασιλόφρονα | το | βασιλόφρον |
| κλητική | βασιλόφρων & βασιλόφρονα |
βασιλόφρων | βασιλόφρον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βασιλόφρονες | οι | βασιλόφρονες | τα | βασιλόφρονα |
| γενική | των | βασιλοφρόνων | των | βασιλοφρόνων | των | βασιλοφρόνων |
| αιτιατική | τους | βασιλόφρονες | τις | βασιλόφρονες | τα | βασιλόφρονα |
| κλητική | βασιλόφρονες | βασιλόφρονες | βασιλόφρονα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
| ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βασιλόφρων < (καθαρεύουσα) [1] βασιλό- + -φρων[2] (δείτε βασιλεύς και φρονώ)
- και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου βασιλόφρων και θηλυκό
Επίθετο
βασιλόφρων -ων -ον
- (λόγιο, πολιτική) που υποστηρίζει το βασιλιά ή το θεσμό της βασιλείας
- άλλες μορφές: βασιλόφρονας
Ουσιαστικό
βασιλόφρων αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο, πολιτική) οπαδός του βασιλιά ή της βασιλείας
- άλλες μορφές: βασιλόφρονας
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- βασιλόφρων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.