βασιλεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βασιλεία οι βασιλείες
      γενική της βασιλείας των βασιλειών
    αιτιατική τη βασιλεία τις βασιλείες
     κλητική βασιλεία βασιλείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βασιλεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βασιλεία < βασιλεύς

Προφορά

ΔΦΑ : /va.siˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βασιλεία
τονικό παρώνυμο: βασίλεια

Ουσιαστικό

βασιλεία θηλυκό

  1. (πολιτική) το αξίωμα του βασιλιά
  2. (πολιτική) το πολίτευμα στο οποίο την εξουσία έχει ο βασιλιάς
  3. το διάστημα κατά το οποίο κάποιος είναι βασιλιάς
  4. (μεταφορικά) η κυριαρχία, η ακμή ενός φαινομένου, ρεύματος κλπ

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Εκφράσεις


Κλιτικός τύπος επιθέτου

βασιλεία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.