Βασιλικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Βασιλικά | ||
| γενική | των | Βασιλικών | ||
| αιτιατική | τα | Βασιλικά | ||
| κλητική | Βασιλικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βασιλικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βασιλικός στον πληθυντικό
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.si.liˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐σι‐λι‐κά
Συγγενικά
-
Βασιλικά στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.