βασιλεύς

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βασιλεύς > (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασιλεύς

Ουσιαστικό

βασιλεύς αρσενικό (θηλυκό βασίλισσα)

Κλιτικοί τύποι

  • βασιλέα (αιτιατική ενικού)
  • βασιλεῦ (κλητική ενικού)

Συνώνυμα

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
βασιλ- 

με βασιλ-, βασιλο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα βασιλο- στο Βικιλεξικό

  • ἀλλαξοβασιλεία
  • ἀλλαξοβασιλίκι
  • βασιλέας
  • βασιλέγγονος
  • βασιλεία, βασιλειά
  • Βασιλειδιανοί & συγγενικά
  • βασιλείδιον
  • βασίλειο(ν)
  • Βασίλειος
  • βασιλείως
  • βασιλέκγονος
  • βασίλεμα
  • βασιλεμός
  • βασιλεοθυγατέρας (αιτιατική πληθυντικού)
  • βασιλεύγω
  • βασίλευμα(ν)
  • βασιλευμός
  • βασιλεολόγημα
  • βασιλεοπάτωρ
  • βασιλεοπολίτης
  • βασιλευτής
  • βασιλευτικός
  • βασιλεύω
  • βασιλεωμήτωρ
  • βασιλεωπατορία
  • βασιλεωπρεπής
  • βασιληγενέτειρα
  • βασιληγενής
  • βασιλής
  • Βασίλης
  • βασιλιδίπολις
  • βασιλικά (επίρρημα)
  • βασιλικάριος
  • βασιλικάτος, βασιλικάτον
  • βασιλίκι, βασιλίκια
  • βασιλικό(ν) (ουδέτερο)
  • βασιλικόπεδα
  • βασιλικοπλώιμος
  • βασιλικός
  • βασιλικόσπορον
  • βασιλικώνυμος
  • βασιλισκάριον
  • βασιλισκάριος
  • βασιλίσκος
  • Βασιλισμός
  • βασίλισσα
  • βασιλοβγαλμένος, βασιλιοβγαλμένος
  • βασιλοβουλλωμένος
  • βασιλογραφεῖον
  • βασιλογράφι(ν)
  • βασιλοπάτωρ
  • βασιλοπλόιμον
  • βασιλοπούλα
  • βασιλόπουλο, βασιλόπουλος
  • ἡλιοβασίλεμαν, ἡλιοβασίλευμαν
  • παμβασιλεύς

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βᾰσῐλευ-
ονομαστική βασιλεύς οἱ βασιλεῖς - βασιλῆς*
      γενική τοῦ βασιλέως τῶν βασιλέων
      δοτική τῷ βασιλεῖ τοῖς βασιλεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν βασιλέ τοὺς βασιλέᾱς
     κλητική ! βασιλεῦ βασιλεῖς - βασιλῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βασιλ1 ή βασιλεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  βασιλέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βασιλεύς < πρωτοελληνική *gʷatiléus < άγνωστης ετυμολογίας με πολλές παρετυμολογικές ετυμολογήσεις [1] Κατά τον Beekes,[2] προέλευσης από την προελληνική . Συγγενής η μυκηναϊκή 𐀣𐀯𐀩𐀄 (qa-si-re-u) (με χειλοϋπερωικό φθόγγο αντί του αρχικού χειλικού β)

Ουσιαστικό

βασιλεύς, -έως αρσενικό

  1. (πολιτική) βασιλιάς (ιδίως των Περσών)
  2. (προσωνυμία) του Διός
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συνώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

  • ἄρχων βασιλεύς (στην Αθήνα)

Παράγωγα

(Χρειάζεται ετυμολογικό πεδίο)

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. βασιλεύς σελ. 203 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.