βασιλεύς
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- βασιλεύς > (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασιλεύς
Κλιτικοί τύποι
- βασιλέα (αιτιατική ενικού)
- βασιλεῦ (κλητική ενικού)
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
βασιλ-
βασιλ-
με βασιλ-, βασιλο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα βασιλο- στο Βικιλεξικό
- ἀλλαξοβασιλεία
- ἀλλαξοβασιλίκι
- βασιλέας
- βασιλέγγονος
- βασιλεία, βασιλειά
- Βασιλειδιανοί & συγγενικά
- βασιλείδιον
- βασίλειο(ν)
- Βασίλειος
- βασιλείως
- βασιλέκγονος
- βασίλεμα
- βασιλεμός
- βασιλεοθυγατέρας (αιτιατική πληθυντικού)
- βασιλεύγω
- βασίλευμα(ν)
- βασιλευμός
- βασιλεολόγημα
- βασιλεοπάτωρ
- βασιλεοπολίτης
- βασιλευτής
- βασιλευτικός
- βασιλεύω
- βασιλεωμήτωρ
- βασιλεωπατορία
- βασιλεωπρεπής
- βασιληγενέτειρα
- βασιληγενής
- βασιλής
- Βασίλης
- βασιλιδίπολις
- βασιλικά (επίρρημα)
- βασιλικάριος
- βασιλικάτος, βασιλικάτον
- βασιλίκι, βασιλίκια
- βασιλικό(ν) (ουδέτερο)
- βασιλικόπεδα
- βασιλικοπλώιμος
- βασιλικός
- βασιλικόσπορον
- βασιλικώνυμος
- βασιλισκάριον
- βασιλισκάριος
- βασιλίσκος
- Βασιλισμός
- βασίλισσα
- βασιλοβγαλμένος, βασιλιοβγαλμένος
- βασιλοβουλλωμένος
- βασιλογραφεῖον
- βασιλογράφι(ν)
- βασιλοπάτωρ
- βασιλοπλόιμον
- βασιλοπούλα
- βασιλόπουλο, βασιλόπουλος
- ἡλιοβασίλεμαν, ἡλιοβασίλευμαν
- παμβασιλεύς
Πηγές
- βασιλεύς - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| βᾰσῐλευ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | βασιλεύς | οἱ | βασιλεῖς - βασιλῆς* | |
| γενική | τοῦ | βασιλέως | τῶν | βασιλέων | |
| δοτική | τῷ | βασιλεῖ | τοῖς | βασιλεῦσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | βασιλέᾱ | τοὺς | βασιλέᾱς | |
| κλητική ὦ! | βασιλεῦ | βασιλεῖς - βασιλῆς* | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βασιλῆ1 ή βασιλεῖ2 | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | βασιλέοιν | |||
| * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | |||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- βασιλεύς < πρωτοελληνική *gʷatiléus < άγνωστης ετυμολογίας με πολλές παρετυμολογικές ετυμολογήσεις [1] Κατά τον Beekes,[2] προέλευσης από την προελληνική . Συγγενής η μυκηναϊκή 𐀣𐀯𐀩𐀄 (qa-si-re-u) (με χειλοϋπερωικό φθόγγο αντί του αρχικού χειλικού β)
Ουσιαστικό
βασιλεύς, -έως αρσενικό
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Συνώνυμα
- ἄναξ
- κοίρανος
Πολυλεκτικοί όροι
- ἄρχων βασιλεύς (στην Αθήνα)
Παράγωγα
(Χρειάζεται ετυμολογικό πεδίο)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- βασιλεύς σελ. 203 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- βασιλεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βασιλεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.