λαμπρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαμπρός η λαμπρή το λαμπρό
      γενική του λαμπρού της λαμπρής του λαμπρού
    αιτιατική τον λαμπρό τη λαμπρή το λαμπρό
     κλητική λαμπρέ λαμπρή λαμπρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαμπροί οι λαμπρές τα λαμπρά
      γενική των λαμπρών των λαμπρών των λαμπρών
    αιτιατική τους λαμπρούς τις λαμπρές τα λαμπρά
     κλητική λαμπροί λαμπρές λαμπρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λαμπρός < αρχαία ελληνική λαμπρός < λάμπω + -ρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂p- (λάμπω)

Επίθετο

λαμπρός -ή -ό

  1. που λάμπει, που ακτινοβολεί
  2. γεμάτος φως, φωτεινός
  3. (μεταφορικά) εξαιρετικός, πολύ καλός
    λαμπρός επιστήμονας

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.