σημασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σημασία οι σημασίες
      γενική της σημασίας των σημασιών
    αιτιατική τη σημασία τις σημασίες
     κλητική σημασία σημασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σημασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σημασία

Προφορά

ΔΦΑ : /si.maˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σημασία

Ουσιαστικό

σημασία θηλυκό

  1. το νόημα μιας λέξης, φράσης
  2. η σπουδαιότητα κάποιου πράγματος, έννοιας, ιδέας, έργου, ενέργειας κλπ.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σημασί αἱ σημασίαι
      γενική τῆς σημασίᾱς τῶν σημασιῶν
      δοτική τῇ σημασί ταῖς σημασίαις
    αιτιατική τὴν σημασίᾱν τὰς σημασίᾱς
     κλητική ! σημασί σημασίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σημασί
γεν-δοτ τοῖν  σημασίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.