real
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | real |
| συγκριτικός | realer / more real |
| υπερθετικός | realest / most real |
Επίθετο
real (en)
- πραγματικός, που υπάρχει και δεν φαντάζεται
- ↪ in real life - στην πραγματική ζωή
- ↪ It’s a real advantage.
- Είναι πραγματικό πλεονέκτημα.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) πραγματικός, χρησιμοποιείται για να τονίσει μια κατάσταση ή ιδιότητα
- ↪ That child is a real handful.
- Αυτό το παιδί είναι πραγματικός μπελάς.
- ↪ That child is a real handful.
Συγγενικά
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- real < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική reālis
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʁeˈal/
- ⓘ
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.