μεγαλοπρεπής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεγαλοπρεπής | η | μεγαλοπρεπής | το | μεγαλοπρεπές |
| γενική | του | μεγαλοπρεπούς* | της | μεγαλοπρεπούς | του | μεγαλοπρεπούς |
| αιτιατική | τον | μεγαλοπρεπή | τη | μεγαλοπρεπή | το | μεγαλοπρεπές |
| κλητική | μεγαλοπρεπή(ς) | μεγαλοπρεπής | μεγαλοπρεπές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεγαλοπρεπείς | οι | μεγαλοπρεπείς | τα | μεγαλοπρεπή |
| γενική | των | μεγαλοπρεπών | των | μεγαλοπρεπών | των | μεγαλοπρεπών |
| αιτιατική | τους | μεγαλοπρεπείς | τις | μεγαλοπρεπείς | τα | μεγαλοπρεπή |
| κλητική | μεγαλοπρεπείς | μεγαλοπρεπείς | μεγαλοπρεπή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεγαλοπρεπής < αρχαία ελληνική μεγαλοπρεπής. Συγχρονικά αναλύεται σε μεγαλο- + -πρεπής
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
μεγαλοπρεπής, -ής, -ές
- που αξίζει σε έναν μεγάλο άνδρα, ο εξαίσιος, ο θαυμαστός
Συγγενικά
Πηγές
- μεγαλοπρεπής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεγαλοπρεπής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.