βασιλική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βασιλική | οι | βασιλικές |
| γενική | της | βασιλικής | των | βασιλικών |
| αιτιατική | τη | βασιλική | τις | βασιλικές |
| κλητική | βασιλική | βασιλικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βασιλική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βασιλική (στη φράση «βασιλική στοά»[1]), ουσιαστικοποιημένο θηλυκό για την αρχαία ελληνική βασιλικός. Περισσότερα στο ελληνιστικό βασιλική.

Κάτοψη της βασιλικής του Μαξεντίου στη Ρώμη.
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.si.liˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐σι‐λι‐κή
- ομόηχα: Βασιλική, βασιλικοί
Ουσιαστικό
βασιλική θηλυκό
- (αρχιτεκτονική, χριστιανισμός) τύπος χριστιανικού ναού με ορθογώνια κάτοψη που προέρχεται από παρόμοια μεγάλα κτήρια των ρωμαϊκών χρόνων· διαιρείται με δύο (ή σπάνια τέσσερις) σειρές κιόνων, που διατρέχουν τον επιμήκη άξονα, σε τρία (ή πέντε) κλίτη· στη δυτική είσοδό της υπάρχει ξεχωριστός χώρος για τους κατηχούμενους, ο νάρθηκας, ενώ στο ανατολικό άκρο της υπάρχει η αψίδα του ιερού· μετά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες προστέθηκε και τρούλος στη στέγη
- ↪ τρίκλιτη βασιλική, πεντάκλιτη βασιλική, ξυλόστεγη βασιλική, βασιλική μετά τρούλου
- για το γυναικείο όνομα → δείτε Βασιλική
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
βασιλική
Αναφορές
- βασιλική - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- βασιλική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βασιλική - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | βασιλική | αἱ | βασιλικαί |
| γενική | τῆς | βασιλικῆς | τῶν | βασιλικῶν |
| δοτική | τῇ | βασιλικῇ | ταῖς | βασιλικαῖς |
| αιτιατική | τὴν | βασιλικήν | τὰς | βασιλικᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | βασιλική | βασιλικαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βασιλικᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βασιλικαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βασιλική (ελληνιστική κοινή) < στη φράση «βασιλική στοά», ουσιαστικοποιημένο θηλυκό για την αρχαία ελληνική βασιλικός < αρχαία φράση βασίλειος στοά (στην αρχαία Αθήνα, χώρος εκδίκασης υποθέσεων) που ονομάστηκε από τους Ρωμαίους basilica, basilica porticus.[1]
Ουσιαστικό
βασιλική, -ής θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Αναφορές
- βασιλική (& σχόλια) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- βασιλικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βασιλικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.