βενιζελικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βενιζελικός | η | βενιζελική | το | βενιζελικό |
| γενική | του | βενιζελικού | της | βενιζελικής | του | βενιζελικού |
| αιτιατική | τον | βενιζελικό | τη | βενιζελική | το | βενιζελικό |
| κλητική | βενιζελικέ | βενιζελική | βενιζελικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βενιζελικοί | οι | βενιζελικές | τα | βενιζελικά |
| γενική | των | βενιζελικών | των | βενιζελικών | των | βενιζελικών |
| αιτιατική | τους | βενιζελικούς | τις | βενιζελικές | τα | βενιζελικά |
| κλητική | βενιζελικοί | βενιζελικές | βενιζελικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βενιζελικός < ανθρωπωνύμιο Βενιζέλ(ος) + -ικός
Επίθετο
βενιζελικός, -ή, -ό
- (πολιτική) ο σχετικός με πολιτικό με το όνομα Βενιζέλος, την πολιτική του ή το κόμμα του, ειδικότερα του Ελευθέριου Βενιζέλου
- ↪ η βενιζελική πολιτική
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βενιζελικός | η | βενιζελική & βενιζελικιά |
το | βενιζελικό |
| γενική | του | βενιζελικού | της | βενιζελικής & βενιζελικιάς |
του | βενιζελικού |
| αιτιατική | τον | βενιζελικό | τη | βενιζελική & βενιζελικιά |
το | βενιζελικό |
| κλητική | βενιζελικέ | βενιζελική & βενιζελικιά |
βενιζελικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βενιζελικοί | οι | βενιζελικές | τα | βενιζελικά |
| γενική | των | βενιζελικών | των | βενιζελικών | των | βενιζελικών |
| αιτιατική | τους | βενιζελικούς | τις | βενιζελικές | τα | βενιζελικά |
| κλητική | βενιζελικοί | βενιζελικές | βενιζελικά | |||
| Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
βενιζελικός, -ή / -ιά, -ό
- (ιστορία, πολιτική) ο οπαδός πολιτικού με το όνομα Βενιζέλος, ειδικότερα του Ελευθέριου Βενιζέλου
- ↪ η διαμάχη των βενιζελικών με τους αντιβενιζελικούς, τους βασιλικούς, έφερε τον Διχασμό
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
βενιζελικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.