ρήγαινα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρήγαινα οι ρήγαινες
      γενική της ρήγαινας
    αιτιατική τη ρήγαινα τις ρήγαινες
     κλητική ρήγαινα ρήγαινες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρήγαινα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρήγαινα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾi.ʝe.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρήγαινα

Ουσιαστικό

ρήγαινα θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ρήγας

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βασιλιάς

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ρήγαινα < ρήγ(ας) + κατάληξη θηλυκού -αινα  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   Δείτε και τη λατινική regina.

Ουσιαστικό

ρήγαινα θηλυκό

  1. συνώνυμο του βασίλισσα
    και μεσαιωνικά κυπριακά   13ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Eξήγησις της γλυκείας χώρας Kύπρου - Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    § ἑμεῖς ἐπήγαμεν εἰς τὴν ρήγαιναν καὶ ἐπαρακαλέσαμέν την καὶ ἐβγάλεν σε, καὶ εὐχαρίστου της.
    § ἦτον ἀδελφὸς τῆς ρήγαινας τῆς μάνας τοῦ ρηγός
      14ος αιώνας Ανώνυμος, Χρονικόν του Μορέως, Η 6015 (χφ Havniensis (Κοπεγχάγης) 57 του 13751385)
    ἀξιοπαρακαλεῖ τον νὰ ἔλθει& γραφή: νὰ ἔλθῃ μὲ τὴν ρήγαιναν
  2. (προσφώνηση) τρυφερή προσφώνηση

  • ρέγαινα
  • ρήαινα
  • ρήγαινα - ῥήγαινα - ρήγενα
  • ρηγῖνα - ῥηγῖνα
  • ρήγισσα

Κλιτικοί τύποι

  • ρήγαινας και ρηγαίνης σε έγγραφο του 12ου αιώνα (γενική ενικού)
  • ρήγαιναν (αιτιατική ενικού)

Συγγενικά

  • ρηγαινικός - ῥηγαινικός μαρτυρημένος τύπος: ῥιγεννική

 δείτε τις λέξεις ρήγας και ρήξ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.