краљица

Σερβοκροατικά (sh)

Ετυμολογία

краљица < πρωτοσλαβική *korľica

Προφορά

ΔΦΑ : /krǎʎitsa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: краљица

Ουσιαστικό

краљица (sh) (λατινική γραφή: kraljica) θηλυκό

  1. η βασίλισσα, γυναίκα που ασκεί τη βασιλική εξουσία
  2. η βασίλισσα, σκακιστικό κομμάτι
  3. η ντάμα, φιγούρα της τράπουλας

Κλίση

  • краљ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.