ντάμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ντάμα | οι | ντάμες |
| γενική | της | ντάμας | — | |
| αιτιατική | την | ντάμα | τις | ντάμες |
| κλητική | ντάμα | ντάμες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈda.ma/
.jpg.webp)
καβαλιέρος βαστάει την ντάμα του στη διάρκεια χορευτικής φιγούρας

οι τέσσερις ντάμες μιας τράπουλας

παίζοντας ντάμα
Ουσιαστικό
ντάμα θηλυκό
-
ντάμα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.