Κωνσταντινούπολη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κωνσταντινούπολη | οι | Κωνσταντινουπόλεις |
| γενική | της | Κωνσταντινούπολης* | των | Κωνσταντινουπόλεων |
| αιτιατική | την | Κωνσταντινούπολη | τις | Κωνσταντινουπόλεις |
| κλητική | Κωνσταντινούπολη | Κωνσταντινουπόλεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, Κωνσταντινουπόλεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κωνσταντινούπολη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Κωνσταντινούπολις < Κωνσταντίνου πόλις
Προφορά
- ΔΦΑ : /kon.stan.diˈnu.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κων‐στα‐ντι‐νού‐πο‐λη
- ⓘ
Κύριο όνομα
Κωνσταντινούπολη θηλυκό
- (ιστορία) η μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, πόλη της Ευρώπης, ιστορική πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που χτίστηκε στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου και πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έως το 1923, οπότε μετονομάστηκε σε İstanbul (Ιστανμπούλ/Ιστάνμπουλ)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
για τη σύγχρονη πόλη → δείτε Ιστάνμπουλ
Κωνσταντινούπολη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.