-ισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ισσα οι -ισσες
      γενική της -ισσας των -ισσών
    αιτιατική τη(ν) -ισσα τις -ισσες
     κλητική -ισσα -ισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ισσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ισσα

Επίθημα

-ισσα θηλυκό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ισσα στο Βικιλεξικό

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -ισσ αἱ -ισσαι
      γενική τῆς -ίσσης τῶν -ισσῶν
      δοτική τῇ -ίσσ ταῖς -ίσσαις
    αιτιατική τὴν -ισσᾰν τὰς -ίσσᾱς
     κλητική ! -ισσ -ισσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -ίσσ
γεν-δοτ τοῖν  -ίσσαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ισσα < αρχικά, για πατριδωνυμικά σε *-ik-ya, όπως *Φοίνικ-yα > Φοίνισσα, *Κίλικ-ya > Κίλισσα. Αργότερα, και με διαφορετικές τροπές, όπως -it-ya *μέλιτ-yα > μέλισσα.[1]

Επίθημα

-ισσα θηλυκό

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ισσα στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις -ισσα @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

Απόγονοι

-ισσα (αρχαία ελληνικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: -ισσα
νέα ελληνικά: -ισσα
υστερολατινικά: -issa
ιταλικά: -essa
μεσαιωνικά ελληνικά: -έσσα, -έσα (αντιδάνειο)
νέα ελληνικά: -έσα
αλβανικά: -eshë
μέση γαλλική: -esse
γαλλικά: -esse
μέση αγγλική: -esse
αγγλικά: -ess

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.