βασίλεια
βασιλεία}}
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
βασίλεια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βασίλειο
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| βᾰσῐλεια- | |||||
| ονομαστική | ἡ | βασίλειᾰ | αἱ | βασίλειαι | |
| γενική | τῆς | βασιλείᾱς | τῶν | βασιλειῶν | |
| δοτική | τῇ | βασιλείᾳ | ταῖς | βασιλείαις | |
| αιτιατική | τὴν | βασίλειᾰν | τὰς | βασιλείᾱς | |
| κλητική ὦ! | βασίλειᾰ | βασίλειαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βασιλείᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | βασιλείαιν | |||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- βασίλεια < βασιλε(ύς) + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; Συγγενής η μυκηναϊκή 𐀣𐀯𐀩𐀹𐀊 (qa-si-re-wi-ja).
- δωρικός τύπος : βασιλέα
- ιωνικός τύπος : βασιληΐη, βασιλέη
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.