βαρέλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βαρέλι | τα | βαρέλια |
| γενική | του | βαρελιού | των | βαρελιών |
| αιτιατική | το | βαρέλι | τα | βαρέλια |
| κλητική | βαρέλι | βαρέλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

βαρέλια
Ετυμολογία
- βαρέλι < μεσαιωνική ελληνική βαρέλι < βαρίλιο / βαρίλλιο < ιταλική barile < φραγκική *baril / *beril < πρωτογερμανική *barilaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer- / *bʰrē- (μεταφέρω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaˈɾe.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐ρέ‐λι
Ουσιαστικό
βαρέλι ουδέτερο
- μεγάλο δοχείο σε σχήμα κυλίνδρου, κανονικού ή με κυρτά τοιχώματα, για την αποθήκευση κυρίως υγρών
- το περιεχόμενο ενός βαρελιού
- αυξήθηκε η τιμή του πετρελαίου κατά 2$ το βαρέλι
- (μεταφορικά) χοντρός άνθρωπος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- βαρελάδικο
- βαρελάς
- βαρελιάζω
- βαρελίσιος
- βαρελότο
- βαρελόφρων (χιουμοριστικό)
Σύνθετα
- αβαρέλιαστος
- βαρελοποιείο
- βαρελοποιός
- βαρελοσανίδα
- βαρελοσάνιδο
- κρασοβάρελο
- νεροβάρελο
Εκφράσεις
- θα ξύσω τον πάτο του βαρελιού: (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική scrape the bottom of the barrel) (καταχρηστικά) θα προσπαθήσω ιδιαίτερα, θα επιστρατεύσω κάθε εύκαιρο πόρο
-
βαρέλι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.