κύλινδρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κύλινδρος | οι | κύλινδροι |
| γενική | του | κυλίνδρου & κύλινδρου |
των | κυλίνδρων |
| αιτιατική | τον | κύλινδρο | τους | κυλίνδρους & κύλινδρους |
| κλητική | κύλινδρε | κύλινδροι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κύλινδρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κύλινδρος < κυλίνδω + -ρος
- (μηχανολογικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική cylindre
- (ιατρικός όρος) < σύντμηση νεολατινική cylindruria[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.lin.ðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κύ‐λιν‐δρος

Ένας κύλινδρος
_034.jpg.webp)
μηχανή με τέσσερις κυλίνδρους
Ουσιαστικό
κύλινδρος αρσενικό
- (γεωμετρία) στερεό γεωμετρικό σώμα που αποτελείται από μια κυρτή επιφάνεια σε σχήμα σωλήνα και δύο ίσα και παράλληλα μεταξύ τους κυκλικά ή ελλειψοειδή επίπεδα που τέμνουν την κυρτή επιφάνεια
- (κατ’ επέκταση) η κυρτή επιφάνεια σε σχήμα σωλήνα του προηγούμενου σώματος
- (συνεκδοχικά) καθετί που μοιάζει με το προηγούμενο σώμα
- (μηχανολογία) οποιοδήποτε τμήμα μηχανής με σχήμα κυλίνδρου, μέσα στο οποίο ένα έμβολο εκτελεί παλινδρομική κίνηση.
- (αρχαία ελληνικά) χειρόγραφο από πάπυρο τυλιγμένο γύρω από ένα κυλινδρικό ξύλο
- → δείτε τη λέξη κύλινδρος
- (ιατρική) μικρό σωματίδιο που βρίσκεται στα ούρα
Σύνθετα
- κυλινδροειδής
- κυλινδρόμυλος
- κυλινδροπίστονο
Μεταφράσεις
κύλινδρος
Αναφορές
- κύλινδρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
κύλινδρος < κυλίνδω + -ρος
Ουσιαστικό
κύλινδρος αρσενικό
Πηγές
- κύλινδρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κύλινδρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.