βαρελάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βαρελάς | οι | βαρελάδες |
| γενική | του | βαρελά | των | βαρελάδων |
| αιτιατική | τον | βαρελά | τους | βαρελάδες |
| κλητική | βαρελά | βαρελάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.ɾe.ˈlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐ρε‐λάς
- ομόηχο: Βαρελάς
- τονικό παρώνυμο: Βαρέλλας
Συνώνυμα
Συγγενικά
- Βαρελάς (επώνυμο)
Αναφορές
- βαρελάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.