μεταφέρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεταφέρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταφέρω < μετα- + φέρω

Προφορά

ΔΦΑ : /me.taˈfe.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταφέρω

Ρήμα

μεταφέρω, πρτ.: μετέφερα, αόρ.: μετέφερα, παθ.φωνή: μεταφέρομαι, μτχ.π.ε.: μεταφερόμενος, π.αόρ.: μεταφέρθηκα, μτχ.π.π.: μεταφερμένος

  1. μετακινώ κάτι ή κάποιον από έναν τόπο σε άλλο ή από ένα σημείο σε άλλο, κυριολεκτικά ή νοερά
  2. γνωστοποιώ
  3. δίνω, διαβιβάζω
  4. (μεταφορικά) διασκευάζω λογοτεχνικό έργο, ώστε να παιχτεί στο θέατρο, κινηματογράφο κ.λπ.

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μεταφέρω < μετα- + φέρω

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.